- θυμός
- θῡμός, ὁ,A soul, spirit, as the principle of life, feeling and thought, esp. of strong feeling and passion (rightly derived from θύω (B) by Pl.Cra. 419e ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς):I in physical sense, breath, life, θ. ἀπηύρα, ἀφελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, freq. in Hom., Il.6.17, 5.852, 155, 1.205: c. dupl. acc.,
ἄμφω θ. ἀπηύρα 6.17
;ἐπεί κε . . ῥεθέων ἐκ θ. ἕληται 22.68
; λίπε δ' ὀστέα θ. 12.386; ἀπὸ δ' ἔπτατο θ. Od.10.163;ὀλίγος δ' ἔτι θ. ἐνῆεν Il.1.593
;μόγις δ' ἐσαγείρετο θυμόν 21.417
;ἄψορρόν οἱ θ. ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη 4.152
;θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών 11.334
; of animals, 3.294, 12.150, etc.: less freq. in Trag., A. Ag.1388, E.Ba.620 (troch.).2 spirit, strength,τείρετο δ' ἀνδρῶν θ. ὑπ' εἰρεσίης Od.10.78
;ἐν δέ τε θ. τείρεθ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il.17.744
.3 πάτασσε δὲ θ. ἑκάστου each man's heart beat high, 23.370, cf. 7.216.II soul, as shown by the feelings and passions; and so,1 desire or inclination, esp. desire for meat and drink, appetite,πιέειν ὅτε θ. ἀνώγοι Il.4.263
;πλησάμενος . . θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od.17.603
: generally,τά με θ. ἐνὶ στήθεσσι κελεύει Il.7.68
; βαλέειν δέ ἑ ἵετο θ. 8.301;αἲ γάρ με μένος καὶ θ. ἀνείη 22.346
; θ. ἐποτρύνῃ [τινά] Od.9.139; θ. ἐπέσσυταί τινι, ἐφορμᾶται, Il.1.173, 13.73; ἤθελε θυμῷ he wished in his heart or with all his heart, 16.255, 21.65;ἵετο θυμῷ 2.589
; so later θυμῷ βουλόμενοι wishing with all their heart, Hdt. 5.49; [ὄσσα ϝ] οι θ. κε θέλῃ γένεσθαι Sapph.Supp.1.3
;θυμὸς ὥρμα Pi. O.3.25
, cf. 38;θυμὸς ἡδονὴν φέρει S.El.286
;ὧν ἐρᾷ θυμός Herod.7.61
;τῶν σφι θ. ἦν μάλιστα Hdt.1.1
;ἄλλως σφι θ. ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον Id.8.116
, etc.: with Verb omitted,σὲ γάρ μοι θῦμος ὔμνην Alc. 5
; ἄρχ' αὐτὸς ὥς σοι θ. S.El.1319; ὅπου ὑμῖν θ. X.Cyr.3.1.37;βῆξαι θυμός ἐγγίνεται Hp.Prog.8
.2 mind, temper, will, θ. πρόφρων, ἵλαος, Il. 8.39, 9.639; θ. ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής, νηλέα θ. ἔχοντας, σιδήρεος θ., 15.94, 19.229, Od.5.191; ἕνα θ. ἔχειν to be of one mind, Il.15.710, etc.;οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θ. ἔχουσιν 22.263
;ἕτερος δέ με θ. ἔρυκε Od.9.302
; ἐμὸν θ. ἔπειθεν ib.33;θωπείας κολακικάς, αἳ . . τοὺς θ. ποιοῦσιν κηρίνους Pl.Lg.633d
.3 spirit, courage, μένος καὶ θ. Il.20.174;θ. ἐνὶ στήθεσσι λαβεῖν Od.10.461
; πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θ. Il.15.280; ψῦχρος ἔγεντο θ., of doves, Sapph.16;θ. ἔχειν ἀγαθόν Hdt.1.120
;θ. οὐκ ἀπώλεσεν S.El.26
;ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν Ἀμυνίας Ar.Eq.570
; ἴωμεν ῥώμῃ καὶ θυμῷ ἐπί . . X.Cyr.4.2.21;φρονήματός τε καὶ θυμοῦ ἐμπίπλασθαι Pl.R.411c
: so in Philos., opp. λόγος, ἐπιθυμία, ib.440b, al., cf. Arist.Pol.1328a7, 1327b24, Phld.Mus.p.26K., etc.; personified, Passion, Emotion, opp. Λογισμός, Cleanth.Stoic.1.129.4 the seat of anger,χωόμενον κατὰ θυμόν Il.1.429
;νεμεσιζέσθω ἐνὶ θυμῷ 17.254
;θυμὸν ἐχώσατο 16.616
, etc.: hence, anger, wrath,δάμασον θυμόν 9.496
; εἴξας ᾧ θυμῷ ib.598;θυμὸς μέγας ἐστὶ . . βασιλήων 2.196
;θ. ὀξύς S.OC 1193
;θ. κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med.1079
, etc.; θυμῷ f.l. for θυμοῦ in S.Ant.718;οἱ τῷ θ. πραχθέντες φόνοι Pl.Lg.867b
; opp. λογισμός, Th.2.11, etc.; ἐπανάγειν τὸν θ. Hdt.7.160;ἐκτείνειν And.3.31
;καταθέσθαι Ar.V.567
;δακεῖν Id.Nu.1369
;θυμῷ χρᾶσθαι Hdt.1.137
, al.;ὀργῆς καὶ θυμοῦ μεστοί Isoc.12.81
(so τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θ., i.e. the outward manifestation of ὀ., Phld.Ir.p.90W.); of horses, X.Eq. 9.2: pl. (not earlier than Pl., f.l. in S.Aj.718 (lyr.)), fits of anger, passions,περὶ φόβων τε καὶ θυμῶν Pl.Phlb.40e
;οἵ τε θ. καὶ αἱ κολάσεις Id.Prt.323e
, cf. Arist.Rh.1390a11.5 the heart, as the seat of the emotions, esp. joy or grief, χαῖρε, γήθησε δὲ θυμῷ, Il.14.156, 7.189;θ. ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει 13.494
;μιν ἄχος κραδίην καὶ θ. ἵκανεν 2.171
; ἄχνυτο θ. 14.39, etc.; δόκησε δ' ἄρα σφίσι θ. ὣς ἔμεν ὡς εἰ . . they felt as glad at heart as if . . , Od.10.415; μηδ' ὀνίαισι δάμνα . . θ. Sapph.1.4; of fear,δέος ἔμπεσε θυμῷ Il.17.625
, cf. 8.138; of love,τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον 9.343
;ἐκ θυμοῦ στέργοισα Theoc.17.130
; ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ my heart's beloved, Il.5.243; reversely, ἀπὸ θ. μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι wilt be alien from my heart, 1.562; ἐκ θ. πεσέειν, i.e. to lose thy favour, 23.595;ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσα E.Med.8
;ἐκ θ. κλαῦσαι Philet. 11
.6 mind, soul, as the seat of thought, ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θ. Il.1.193, etc.; ᾔδεε γὰρ κατὰ θ. 2.409, cf. 4.163, etc.;φράζετο θυμῷ 16.646
;ἐν θ. ἐβάλοντο ἔπος 15.566
;τοὺς λόγους θυμῷ βάλε A.Pr.706
;εἰς θ. βαλεῖν τι S.OT975
; οὐκ ἐς θ. φέρω I bring him not into my mind or thoughts, Id.El.1347.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.